αδαημοσύνη

αδαημοσύνη
η
απειρία, αμάθεια: Η αδαημοσύνη του σε καθετί που δε σχετιζόταν με τη δουλειά του ήταν εκπληκτική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδαημοσύνη — ἀδαημοσύνη, η (AM) [ἀδαήμων] έλλειψη πείρας ή γνώσης, απειρία, αδεξιότητα, αμάθεια, άγνοια …   Dictionary of Greek

  • αδαήμων — ἀδαήμων ( ονος), ον (Α) αυτός που δεν έχει γνώση για κάτι, αδαής, άπειρος, άμαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαήμων, «γνώστης», «έμπειρος». ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀδαημοσύνη αρχ. ἀδαημονία] …   Dictionary of Greek

  • αμάθεια — η (Α ἀμαθία) [αμαθής] έλλειψη γνώσεων, άγνοια, απειρία, αδαημοσύνη νεοελλ. έλλειψη στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, αγραμματοσύνη, αμορφωσιά αρχ. 1. το να είναι κανείς αγροίκος, ακαλλιέργητος, απαίδευτος 2. αγένεια, απρέπεια 3. ιδιοτροπία,… …   Dictionary of Greek

  • πανδαημοσύνη — η παντογνωσία, παγγνωσία, γνώση τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαημοσύνη (< δαήμων < δαήμων «γνώστης»), πρβλ. αδαημοσύνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Π. Αργυρόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”